τηλεματική

τηλεματική
η, Ν
τεχνολ. σύνολο τεχνικών και υπηρεσιών που συνδυάζουν τις τηλεπικοινωνίες με την πληροφορική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. telematics < telecommunications) «τηλεπικοινωνίες» + (infor)matics «πληροφορική»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”